Σαμοθράκη

Σαμοθράκη
Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά επαρχία του νομού Έβρου με πρωτεύουσα τον ομώνυμο οικισμό, που βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού. Ο οικισμός (719 κάτ.) είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (178 τ. χλμ., 3.083 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι μικρότεροι οικισμοί, τα Αλώνια (556 κάτ., υψόμ. 160 μ.), οι Άνω Καρυώτες (8 κάτ., υψόμ. 70 μ.), τα Θέρμα (67 κάτ., υψόμ. 40 μ.), η Καμαριώτισσα (826 κάτ., υψόμ. 10 μ.), το Καστέλλι (73 κάτ., υψόμ. 220 μ.), οι Κάτω Καρυώτες (38 κάτ., υψόμ. 60 μ.), το Λάκκωμα (376 κάτ., υψόμ. 100 μ.), τα Μνημόρια (44 κάτ., υψόμ. 110 μ.), ο Ξηροπόταμος (76 κάτ., υψόμ. 100 μ.), η Παλαιόπολη (21 κάτ., υψόμ. 20 μ.), ο Προφήτης Ηλίας (183 κάτ., υψόμ. 300 μ.), τα Ρεμπουτσάδικα (54 κάτ., υψόμ. 200 μ.), οι Δάφνες (13 κάτ.) και ο Κατσάμπας (11 κάτ.). Νησί ορεινό και άγονο («Ή γάρ νήσος ήν εχομεν, δήλη μεν και πόρ-ρωθεν έστιν υψηλή και τραχεία. Και τά μέν χρήσιμα και εργάσιμα μικρά αύτής έστί, τά δέ αργά πολλά, μικράς αύτής ούσης», έλεγε το 425/4 π.Χ. για λογαριασμό των κατοίκων της ο Αθηναίος ρήτορας Αντιφών, ζητώντας να μειωθεί η εισφορά που κατέβαλλαν στο ταμείο της αθηναϊκής συμμαχίας). Το διατρέχει ολόκληρο με κατεύθυνση ΒΔ - ΝΑ ένας συμπαγής ορεινός όγκος (ψηλότερη κορυφή Φεγγάρι, 1.600 μ., Σάος ή Σώκη στην αρχαιότητα, από όπου ο Ποσειδώνας παρακολουθούσε, κατά τον Όμηρο, τις φάσεις του Τρωικού πολέμου), αφήνοντας μόνο μια στενή λουρίδα κοντά στις ακτές, εκτός από τις νοτιοανατολικές, που είναι απότομες και απροσπέλαστες. Σε πλεονεκτική θέση για τη ναυσιπλοΐα και το εμπόριο, στους θαλάσσιους δρόμους που ένωναν την Ασία με την Ευρώπη και τη Θράκη με τα νησιά του Αιγαίου και με τη νότια Ελλάδα, η Σ. γνώρισε μεγάλη ακμή στην αρχαιότητα, απόχτησε μεγάλη φήμη ως κέντρο λατρείας των Μεγάλων θεών, και σήμερα αποτελεί έναν από τους πιο ενδιαφέροντες αρχαιολογικούς τόπους της χώρας. Προϊστορικά στοιχείαΑν και η αρχαιολογική έρευνα στη Σ. είναι ακόμα περιορισμένη (ανασκαφές έχουν γίνει κυρίως στο ιερό των Μεγάλων θεών και σε μικρή κλίμακα στο χώρο της αρχαίας πόλης), τυχαία ευρήματα (χειροποίητα αγγεία) στην περιοχή του χωριού Καρυώτες κι ένα νεκροταφείο που διαπιστώθηκε Α της Καμαριώτισσας μαρτυρούν πως το νησί κατοικήθηκε στη μέση ή και στην ύστερη εποχή του χαλκού (2000/1900 - 1100 π.Χ.) και πιθανότατα σε αρχαιότερες φάσεις της προϊστορίας. Η μνεία του εξάλλου σε τρία χωρία της Ιλιάδος (Ν 10-18, Ω 77-79 και 751-753) βεβαιώνει πως ήταν γνωστή στους Μυκηναίους. Ιστορία Πολύ πριν από την εγκατάσταση των Ελλήνων στη Σ., κατά τους πρώτους αιώνες της 1ης π.Χ. χιλιετίας στο νησί κατοικούν προέλληνες, πιθανώς πρώτα Κάρες, όπως εικάζεται και από την προέλευση του ονόματος Σάμος (που σημαίνει ύψος), και ασφαλώς αργότερα θράκες, που διαπεραιώθηκαν στο νησί από τα παράλια της Θράκης, όπου εξακολουθούσαν να ζουν κατά την αρχαϊκή και την κλασική εποχή. Στους θράκες αυτούς αποδίνονται και τα αρχαιότερα ονόματα του νησιού: Σαόννησος και Σαωκίς. Οι αρχαίοι συγγραφείς διέσωσαν, και άλλα ονόματα: Σάος, Σάμος, Ηλεκτρίς, Δαρδανία, Αιθιονία, Λευκοσία, Λευκωνία, Λευκανία, Μελίτη, που όλα όμως παραμερίστηκαν! μετά την εγκατάσταση Ελλήνων αποίκων, οπότε επικράτησε το όνομα Σαμοθράκη. Στον προελληνικό πληθυσμό του νησιού αποδίνονται και οι αρχαιότεροι τόποι λατρείας του ιερον των Μεγάλων θεών, οι βωμοί των βράχων. Αλλά και η γλώσσα του διατηρήθηκε και μετά την εγκατάσταση των Ελλήνων, ως τελετουργική γλώσσα της μυστηριακής λατρείας των Μεγάλων θεών. Πότε ακριβώς ιδρύθηκε η πόλη Σ. δεν είναι γνωστό· είναι πάντως πολύ πιθανό, πως οι Έλληνες άποικοι, προερχόμενοι, σύμφωνα με τις αρχαίες μαρτυρίες, από τη Σάμο, εγκαταστάθηκαν στο νησί κατά τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. και έχτισαν την πόλη σε όρμο της βορειοδυτικής ακτής, σε θέση φυσικά οχυρή, όπου υπήρχαν πλούσιες πηγές νερού, δίπλα στο προελληνικό ιερό των Μεγάλων θεών. Η ανεύρεση ωστόσο ενεπίγραφης στήλης των μέσων του 4ου αι. π.Χ., γραμμένης σε αιολική διάλεκτο, μαρτυρεί πως ένα μέρος τουλάχιστο του πληθυσμού της πόλης προερχόταν από τη βορειοδυτική Μικρά Ασία και τη Λέσβο, περιοχή με την οποία η Σ. είχε πάντοτε στενές σχέσεις. Είναι λοιπόν πιθανό πως ο πληθυσμός της ήταν ανάμεικτος από Ίωνες και Αιολείς. Οι γνώσεις μας για τη Σ. κατά τους δύο πρώτους αιώνες της ιστορίας της είναι πολύ πενιχρές. Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος και ο Ηρόδοτος μνημονεύουν (αρχές 5ου αι. π.Χ.) σαμοθρακικές πόλεις στην απέναντι θρακική ακτή, την περαία της Σ., μεταξύ Έβρου και Ισμάρου, που πρέπει να αποικίστηκαν στην αρχαϊκή εποχή. Αρχαιότερες από τις αποικίες αυτές ήταν: Σάλη, Ζώνη, Δρυς, Μεσημβρία. Δύο άλλες, Τέμπυρα και Χαράκωμα, αναφέρονται σε πηγές του 2ου και του 1ου αι. π.Χ. Μεταξύ 512-491 και 480 π.Χ. η Σ. και οι πόλεις της περαίας της υποτάσσονται στους Πέρσες και οι κάτοικοι του νησιού αναγκάζονται να ακολουθήσουν τον Ξέρξη στην εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας με μια μικρή μοίρα πολεμικών πλοίων. Αργότερα συμμετέχουν στην αθηναϊκή συμμαχία και μένουν στη σφαίρα της αθηναϊκής επιρροής κατά το μεγαλύτερο μέρος του 5ου αι. π.Χ. Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο καταλαμβάνουν το νησί οι Σπαρτιάτες, το 389 π.Χ. όμως ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος το επαναφέρει στη σφαίρα της αθηναϊκής επιρροής. Λίγο αργότερα, το 375 π.Χ., με την εμφάνιση του Αθηναίου στρατηγού Χαβρίου επικεφαλής μοίρας τριήρων στο βόρειο Αιγαίο, η Σ., όπως και πόλεις της Θράκης, γίνεται μέλος της β’ αθηναϊκής συμμαχίας και χρησιμεύει ως βάση του αθηναϊκού στόλου. Κατά την ελληνιστική εποχή η Σ. περιέχεται διαδοχικά στην εξουσία ή δέχεται την επιρροή των Μακεδόνων, του βασιλιά της Θράκης Λυσιμάχου, των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών. Στη Σ. θα καταφύγει ζητώντας άσυλο μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) ο νικημένος βασιλιάς της Μακεδονίας Περσέας κι εκεί θα τον καταδιώξει και θα τον συλλάβει με την οικογένεια του ο ναύαρχος του Αιμίλιου Παύλου Γναίος Οκτάβιος. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο η Σ. είναι ελεύθερη πόλη, το νησί θεωρείται ιερό και το τέμενος των Μεγάλων θεών απαραβίαστο. Οι κοσμοκράτορες Ρωμαίοι, που σέβονται βαθύτατα τα μυστήρια και μυούνταν σ’ αυτά, όταν κατέλαβαν τη Θράκη αναγνώρισαν στην περαία το τέμενος των Μεγάλων θεών. Δυο οροθετικές επιγραφές του 1ου μ.Χ. αι., που βρέθηκαν στην Αλεξανδρούπολη και στην Τραϊανούπολη, ορίζουν την περιοχή της «ιεράς χώρας». Το φθινόπωρο - χειμώνα του 49-50 π.Χ. περνά από τη Σ. ο απόστολος Παύλος πηγαίνοντας προς τη Νεάπολη και τους Φιλίππους (σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος είναι πιθανό πως ιδρύθηκε αργότερα – 6ος μ.Χ.; - η βασιλική που αποκαλύφτηκε στο λιμάνι της Σ.). Στους αιώνες του Μεσαίωνα η Σ. παρακμάζει στο περιθώριο της ιστορίας: οι κάτοικοι χρησιμοποιούν τα υλικά των αρχαίων μνημείων σε οικοδομές ή για ασβέστη, οι πειρατές κάνουν συχνές επιδρομές και χρησιμοποιούν το νησί ως κρησφύγετο, το λιμάνι προσχώνεται σιγά - σιγά και αχρηστεύεται (πιθανώς τον 8o αι.). Η πόλη, λιγοάνθρωπη, εξακολουθεί να υπάρχει ως το 15o αι., οπότε ο αυτοκράτορας Ιωάννης 8ος Παλαιολόγος παραδίνει το νησί, μαζί με τη Λέσβο και την Αίνο, στους Γατελούζους. Μεταξύ 9ου και 14ου αι. καθώς δεν υπάρχει ασφάλεια στις ακτές ο πληθυσμός αποσύρεται στο εσωτερικό και σε θέση που δε φαινόταν από τη θάλασσα χτίζεται η Χώρα, η σημερινή πρωτεύουσα του νησιού. Στη θέση της αρχαίας πρωτεύουσας και του ιερού των Μεγάλων θεών θα επιζήσει ως τις μέρες μας ένας μικρός οικισμός, η Παλαιόπολις. Για την ιστορία της Σ. κατά την τουρκοκρατία δεν είναι τίποτα γνωστό. Στην Επανάσταση του 21 ο πληθυσμός της πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος. Με την Ελλάδα ενώθηκε το 1912. θρησκεία. Η ιστορία της Σ. είναι συνυφασμένη με την ιστορία των Μεγάλων θεών και την ύπαρξη των Καβειρίων Μυστηρίων, που ανάδειξαν τη Σ. κατά την κλασική αλλά προπάντων την ελληνιστική εποχή σε σημαντικό πανελλήνιο και διεθνές για την εποχή θρησκευτικό κέντρο. Οι βασιλικές οικογένειες της Μακεδονίας, της Θράκης και της Αιγύπτου πλούτισαν το ιερό με λαμπρές οικοδομές, ενώ ο βαθύτατος προς αυτό σεβασμός της μακεδόνικης αυλής ήταν ο λόγος για τον οποίο ένα μεγάλο τμήμα της περαίας, πιθανότατα το ανατολικό, αφιερώθηκε στους Μεγάλους θεούς ως ιερό τέμενος, όπως φαίνεται και από αναθηματική επιγραφή της εποχής του βασιλιά της Θράκης Λυσίμαχου (288-281 π.Χ.). Η λατρεία των Μεγάλων θεών είχε προελληνικές αρχές και περιλάμβανε διάφορες ιεροτελεστίες και μυστήρια. Η ομάδα των Μεγάλων θεών δημιουργήθηκε γύρω από μια πρωταρχική γυναικεία θεότητα, που στην προελληνική γλώσσα λεγόταν Αφίερος. Η πανίσχυρη αυτή θεά, που συμβολίζει την κυρίαρχη δύναμη ενός άγριου ορεσίβιου κόσμου, ταυτίζεται με τη «Μεγάλη Μητέρα» της Ανατολής, την Κυβέλη της Φρυγίας και άλλες θεότητες της Ασίας. Μαζί της λατρευόταν μια αντρική ιθυφαλλική θεότητα της γονιμότητας, της οποίας το προελληνικό όνομα ήταν Κάδμιλος και οι Έλληνες την ταύτισαν αργότερα με τον Ερμή. Στην ίδια ομάδα ανήκουν δυο δίδυμοι ιθυφαλλικοί δαίμονες, οι Κάβειροι, που έχουν ως σύμβολα φίδια και άστρα και οι Έλληνες τους ταύτισαν με τους Διόσκουρους, γιατί είχαν κι αυτοί τη δύναμη να προστατεύουν τους πιστούς από τους κινδύνους της θάλασσας. Στην προελληνική αυτή ομάδα θεών προστέθηκαν αργότερα δύο ακόμα πανίσχυρες θεότητες, ο θεός του κάτω κόσμου και η γυναίκα του (Άδης και Περσεφόνη). Τμήμα μεγάλης ζωφόρου που στόλιζε το πρόπυλο του τεμένους. Εικονίζει χορεύτριες που χορεύουν με τη μουσική λύρας και χρονολογείται γύρω στο 340 π.Χ. Οι ιεροτελεστίες και οι θρησκευτικές γιορτές στις οποίες συνέρεαν βασιλιάδες, άρχοντες, μύστες, θεωροί και πλήθος κόσμου από πολλές πόλεις της Ελλάδας και της Μ. Ασίας, γίνονταν κάθε καλοκαίρι, πιθανώς στο τέλος Ιουλίου, κάτι ανάλογο προς τα σημερινά ετήσια φεστιβάλ. Σ’ αυτές, η γνωστή παράδοση της αρπαγής της θεάς της γονιμότητας από το θεό του κάτω κόσμου αποτελούσε θρησκευτικό δράμα, που αργότερα ταυτίστηκε με το μύθο ενός ιερού γάμου του Κάδμου και της Αρμονίας. Αρχικά οι κυριότερες ιεροτελεστίες ήταν θυσίες μικρών ζώων, σπονδές, δεήσεις και ευχές και γίνονταν στις εσχάρες, στους βωμούς και στα διάφορα ιερά. Αργότερα, γύρω στο 200 π.Χ., οπότε χτίστηκε μέσα στο τέμενος το θέατρο, προστέθηκαν και διονυσιακοί αγώνες. Τα στάδια της μύησης στα μυστήρια ήταν δύο: η «μύηση» και η «εποπτεία» και μπορούσε να γίνουν την ίδια μέρα και τα δύο, το πρώτο στο «Ανάκτορο», ιδιόμορφο κτίριο με άβατο και κυκλική εσχάρα για χοές, το δεύτερο στο «Ιερό». Πριν από το δεύτερο στάδιο ο μυούμενος έπρεπε να εξομολογηθεί για τις πράξεις της ζωής του. Οι ιεροτελεστίες της μύησης γίνονταν κατά τη νύχτα στο φως μεγάλων δαδών και λύχνων, από τα οποία βρέθηκαν πολλά κατά τις ανασκαφές. Στους μύστες ανανοινώνονταν κάποια μυστική ιστορία και η βαθύτερη σημασία των ιθυφαλλικών απεικονίσεων του Κάδμι-λου, επιδείχνονταν ορισμένα σύμβολα, μεταξύ των οποίων του Ορανού και της Γης, και δίνονταν διαβεβαιώσεις για ιδιαίτερα προνόμια, για την προστασία τους από θαλάσσιους κινδύνους και για μια ευτυχισμένη ζωή πέρα από το θάνατο. Στα μυστήρια της Σ., που θεωρούνταν εξίσου αξιόλογα με τα Ελευσίνια και τα αναφέρουν πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, μπορούσαν να μυηθούν σε οποιαδήποτε εποχή άτομα ή ομάδες, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, κοινωνικής τάξης και εθνικότητας. Ο Πλούταρχος (Αλέξανδρος, Ζ. 2) αναφέρει πως στα μυστήρια των Καβείρων είχε μυηθεί ο Φίλιππος B’ όταν ήταν παιδί και πως εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Αλέξανδρου. Αρχαιολογία. Το ενδιαφέρον για την αρχαιολογική έρευνα της Σ. δημιουργήθηκε το 1863, όταν ο Γάλλος πρόξενος Σαμπουαζώ βρήκε το περίφημο άγαλμα της Νίκης, που βρίσκεται στο Λούβρο. Έτσι ακολούθησαν γαλλικές ανασκαφές το 1866, αυστριακές το 1873-75, γαλλοτσεχικές το 1923-27 και από το 1938 συστηματικά αμερικάνικες, οι οποίες συνεχίζονται και έχουν φέρει στο φως τα σπουδαιότερα κτίρια του ιερού και πλήθος έργα τέχνης. Από την αρχαία πόλη είναι ορατά μόνο ελάχιστα θεμέλια κατοικιών ή άλλων οικοδομών. Δοκιμαστικές ανασκαφές στην περιοχή του λιμανιού αποκάλυψαν τα ισχυρά θεμέλια μεγάλης οικοδομής, πιθανώς ναού, της πρώιμης ελληνιστικής εποχής, τμήματα δικτύου ύδρευσης και μια κρήνη ρωμαϊκής εποχής. Η θέση του ιερού της προστάτιδας θεάς Αθηνάς, που χρησίμευε ως αρχείο και χώρος έκθεσης τιμητικών ψηφισμάτων και φαίνεται πως ήταν το σημαντικότερο κτίριο του οικισμού, δεν έχει εντοπιστεί ακόμα. Εντυπωσιακά είναι τα ερείπια των τειχών της πόλης, που διατηρούνται σε ορισμένα τμήματα, ιδίως κοντά στις τέσσερις γνωστές πύλες, σε ύψος πέντε - έξι μέτρων: χτισμένα με πολύχρωμους ηφαιστειογενείς λιθοπλίνθους, με πολυγωνική, κυκλώπεια ή ισοδομική τοιχοποιία, έχουν μήκος 2350 μ. περίπου, περικλείουν έκταση 200 περίπου στρεμμάτων και ανήκουν στην αρχαϊκή, στην κλασική και στην ελληνιστική εποχή. Σε πολύ μικρή απόσταση από τα τείχη βρίσκονται τα ερείπια των κτισμάτων του ιερού των Μεγάλων θεών. Κέντρο του πρωτόγονου ιερού φαίνεται πως ήταν πολύχρωμοι ηφαιστειογενείς βράχοι, που χρησίμευαν ως βωμοί για τη λατρεία της μεγάλης γυναικείας θεότητας. Έναν από τους αρχέγονους αυτούς βωμούς των βράχων περιέκλεισαν οι Έλληνες άποικοι στο τέλος του 7ου αι. π.Χ. με διπλό περίβολο, δημιουργώντας έτσι το πρώτο τέμενος. Από τότε αρχίζουν σιγά-σιγά να οικοδομούνται το ένα μετά το άλλο τα κτίρια για τις ανάγκες της λατρείας και των μυστηρίων, όπως περιγράφονται στο δημοσιευόμενο σχεδιάγραμμα του ιερού. Τα ευρήματα των ανασκαφών της εκθέτονται στο μικρό τοπικό μουσείο. Άγαλμα Νίκης, ακρωτήριο από το αέτωμα του ιερού των Μεγάλων Θεών, χρονολογούμενο γύρω στο 130 π.Χ (Μουσείο Σαμοθράκης). Xρυσό κόσμημα με μορφή λιονταριού περσικής τέχνης, της δυναστείας των Αχαιμενιδών, που βρέθηκε στη Σαμοθράκη. Στις εισέχουσες επιφάνειες του μετάλλου υπήρχε διακόσμηση με σμάλτο μπλε χρώματος (Αρχαιολογικό Μουσείο, Σαμοθράκη). Η Νίκη της Σαμοθράκης, που τη βρήκε το 1863 ο Γάλλος πρόξενος Σαμπουαζώ και σήμερα βρίσκεται στο Λούβρο (στο Μουσείο της Σαμοθράκης υπάρχει γύψινο εκμαγείο της) ήταν ανάθημα των Ροδίων στους Μεγάλους Θεούς μετά τη νίκη τους στη θάλασσα το 190 π.Χ. εναντίον του βασιλιά της Συρίας Αντίοχου Γ’. Αριστούργημα ελληνιστικής τέχνης, εικονιζόταν σε πλώρη πλοίου με ανοιχτά φτερά. Τμήμα μεγάλης ζωφόρου που στόλιζε το πρόπυλο του τεμένους. Εικονίζει χορεύτριες που χορεύουν με τη μουσική λύρας και χρονολογείται γύρω στο 340 π.Χ. Αττικό μελανόμορφο αγγείο. Τμήμα αναθηματικής επιγραφής χαραγμένης στο επιστύλιο του Αρσνόειου: [ΠΤΟΛΕ]ΜΑΙΟΥ ΘΥΓΑ[ΤΗΡ] [Θ]ΕΟΙΣ ΜΕΓΑΙΛΟΙΣ]. Αρσιμόειο: κυκλική οικοδομή που προοριζόταν για ττις θρησκευτικές συναθροίσεις και τις ετήσιες τελετές, αφιέρωμα της βασίλισσας της Αιγύπτου. Το ιερό των Μεγάλων Θεών, κτίριο, μήκους 40 μ. και πλάτος 13 μ., που το χρησιμοποιούσαν για το δεύτερο στάδιο της μύησης, την «εποπτεία». Χτίστηκε, στη μορφή που έχει αποκαλυφτεί, στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. και ολοκληρώθηκε γύρω στο 150 π.Χ. Σαμοθράκη: αρχαία λείψανα. Κορινθιακό κιονόκρανο που βρέθηκε στη Σαμοθράκη. Γυάλινα αγγεία σε προθήκη του Μουσείου της Σαμοθράκης. Στο Ανάκτορο της Σαμπθράκης, που κτίστηκε προς το τέλος της αρχαϊκής εποχής και χρησιμοποιήθηκε έως το τέλος του 4ου αι. μ.Χ., γινόταν το πρώτο στάδιο της μύησης στα μυστήρια των Καβείρων. Χρυσά κοσμήματα που βρέθηκαν στη Σαμοθράκη (Αρχαιολογικό Μουσείο, Σαμοθράκη). Το πρόπυλο, έργο του 285-280 n.X., που οικοδομήθηκε με εντολή του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου. Μεσαιωνικές οχυρώσεις. Η Σαμοθράκη παρά τη μικρή έκτασή της, είναι ένα από τα πιο αξιεπίσκεπτα νησιά του Β. Αιγαίου, ιδιαίτερα για τους αρχαιόφιλους (φωτ. Κοντού-Αϊβαλή). Χαρακτηριστική αυλή με πλακόστρωτο (φωτ. Κοντού-Αϊβαλή). Tο χωριό Σαμοθράκη, η πρωτεύουσα του νησιού χτίστηκε στα βυζαντινά χρόνια μακριά από τη θάλασσα, όταν η ζωή στην ακτή είχε γίνει επικίνδυνη εξαιτίας των πειρατών. Μικρό άγαλμα Έρωτα. Έργο λεπτής τέχνης που βρέθηκε στις ανασκαφές της Σαμοθράκης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σαμοθράκη — Sp Samotrãkė Ap Σαμοθράκη/Samothraki L s. Egėjo j. ir g tė joje, ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Σαμοθρᾴκη — Σᾱμοθρᾴκη , Σαμοθρᾴκη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμοθρᾴκῃ — Σᾱμοθρᾴκῃ , Σαμοθρᾴκη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμοθρᾴκιον — Σαμοθρᾴκη masc acc sg Σαμοθρᾴκη neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Самофракия — (Σαμοθράκη или Σάμος Θρηϊκίη) о в в Эгейском море, один из так наз. северных Спорадов , в 5 1/2 милях от фракийского берега, против устья Гебра (Марицы). На С. гора Саока, вышиной в 1600 м. С. упоминается уже у Гомера. Относительно древнейших… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σαμοθρηικίη — Σαμοθρᾴκη fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμοθρηίκια — Σαμοθρᾴκη neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμοθρᾳκίοις — Σαμοθρᾴκη masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμοθρᾴκια — Σαμοθρᾴκη neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμοθρᾴκιος — Σαμοθρᾴκη masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”